• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
at the same time adv (simultaneously)την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα φρ ως επίρ
  ταυτόχρονα επίρ
 It was fortunate that we both arrived at the same time.
 Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα.
at the same time adv (in unison)μαζί, ταυτόχρονα επίρ
 We all screamed for more ice cream at the same time.
 Φωνάξαμε όλοι μαζί για να πάρουμε περισσότερο παγωτό.
at the same time adv figurative (all the same)ταυτόχρονα επίρ
  παράλληλα επίρ
 I really like my colleague, but at the same time I wish he'd work harder.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
at the same time as prep (concurrent)την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με έκφρ
at the same time that prep (at precise moment)τη στιγμή που έκφρ
 Joey returned home at the same time that Zula was preparing to leave.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'at the same time' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση at the same time στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «at the same time».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!