WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
at odds adv (in disagreement) (μεταφορικά)στα μαχαίρια έκφρ
 The couple were at odds over which car to buy.
 Το ζευγάρι ήταν στα μαχαίρια για το ποιο αυτοκίνητο να αγοράσουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
at odds with [sth] expr (not corresponding)δεν ανταποκρίνεται, βρίσκεται σε δυσαρμονία έκφρ
 Your opinion is at odds with the facts.
at odds with [sb] expr (person: disagreeing)διαφωνώ με κπ έκφρ
  (καθομιλουμένη)δεν τα βρίσκω με κπ έκφρ
  (επίσημο)είμαι σε αντιπαράθεση με κπ έκφρ
  (καθομιλουμένη)σε κόντρα με κπ έκφρ
 Joanne is always at odds with her boyfriend about where they should spend Christmas.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'at odds' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση at odds στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «at odds».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!