WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
amused adj | (entertained) | που διασκεδάζει περίφρ |
| | που βρίσκει κτ διασκεδαστικό περίφρ |
| The bizarre scene played out in front of a crowd of amused onlookers. |
| Η περίεργη σκηνή εκτυλίχθηκε ενώπιον ενός πλήθους περαστικών που διασκέδαζαν. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
amuse [sb]⇒ vtr | (be funny) | διασκεδάζω ρ μ |
| John's jokes amused the whole family. |
| Τα ανέκδοτα του Τζον διασκέδασαν όλη την οικογένεια. |
amuse [sb] vtr | (keep entertained) | διασκεδάζω ρ μ |
| The puppeteer amused the children for hours. |
| Ο κουκλοπαίχτης διασκέδασε τα παιδιά για ώρες. |
amuse [sb] vtr | (hold [sb]'s attention) | είμαι διασκεδαστικός για κπ ρ έκφρ |
| | κρατάω το ενδιαφέρον κάποιου, κερδίζω το ενδιαφέρον κάποιου περίφρ |
| The new cartoon amused the older children, but the younger ones were not interested. |
| Το νέο κινούμενο σχέδιο ήταν διασκεδαστικό για τα μεγαλύτερα παιδιά, αλλά τα μικρότερα δεν ενδιαφέρονταν. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: