WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
almighty adj | (very powerful) | παντοδύναμος, πανίσχυρος επίθ |
| The almighty home team won the championship. |
| Η παντοδύναμη ομάδα που έπαιζε εντός κέρδισε το κύπελλο. |
almighty adj | (extreme, terrible) | μεγάλος, τεράστιος επίθ |
| (μεταφορικά, καθομ) | απίστευτος, φοβερός επίθ |
| The sight of the broken vase sent Eddie into an almighty rage. |
| Η θέα του σπασμένου βάζου προκάλεσε στον Έντυ τεράστια οργή. |
almighty adv | informal (extremely) | εξωφρενικά, απίστευτα επίρ |
| Suddenly, there was an almighty loud pop. |
| Ξαφνικά, ακούστηκε ένας εξωφρενικά μεγάλος θόρυβος. |
the Almighty n | (God) | ο Παντοδύναμος περίφρ |
| The Almighty brought plagues to the people of Egypt. |
| Ο Παντοδύναμος έφερε δεινά στον λαό της Αιγύπτου. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: