WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
mighty adj | (strong) | δυνατός, ισχυρός, γερός επίθ |
| (με δυνατό σώμα) | γεροδεμένος μτχ πρκ |
| (εμφατικό) | πανίσχυρος επίθ |
| (συνήθως όχι σωματικά) | παντοδύναμος επίθ |
| The mighty lion took down a wildebeest. |
| Το πανίσχυρο λιοντάρι κατατρόπωσε ένα γκνου. |
mighty adv | US, informal (very) | πολύ επίρ |
| | ιδιαίτερα, εξαιρετικά επίρ |
| Dan bought a mighty fine car at a bargain price. |
| Ο Νταν αγόρασε ένα πολύ καλό αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
mighty adj | (large) (λόγω μεγέθους) | επιβλητικός επίθ |
| | πελώριος επίθ |
| | απέραντος επίθ |
| The mountain climber wanted to explore the mighty mountains of North America. |
the mighty npl | (the rich and powerful) (μόνο πληθυντικός) | οι ισχυροί, οι δυνατοί περίφρ |
| Paul's grandmother always said, "Leave the complicated decisions to the mighty." |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: