Κύριες μεταφράσεις |
agency n | (company that represents) | πρακτορείο ουσ ουδ |
| Pearl's agency recruits new models and actors. |
| Το πρακτορείο του Περλ προσλαμβάνει νέα μοντέλα και ηθοποιούς. |
agency n | (organization) | γραφείο ουσ ουδ |
| | υπηρεσία ουσ θηλ |
| | οργανισμός ουσ αρσ |
| The employment agency downtown can help you find a good job. |
| Το γραφείο εύρεσης εργασίας στο κέντρο μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις μια καλή δουλειά. |
agency n | uncountable (ability to act) | δυνατότητα να κάνω κάτι, δυνατότητα να δράσω περίφρ |
| | δυνατότητα για αυτόβουλη δράση περίφρ |
| (επίσημο: νομικός όρος) | ικανότητα αυτενέργειας φρ ως ουσ θηλ |
| | αυτενέργεια ουσ θηλ |
| The strict rules made Sarah feel as though she had no agency of her own. |
| Οι αυστηροί κανόνες έκαναν τη Σάρα να αισθάνεται σα να μην είχε καμία αυτενέργεια δική της. |
agency n | (action) | παρέμβαση, μεσολάβηση ουσ θηλ |
| Jeremy found a job through the agency of friends. |
| Ο Τζέρεμυ βρήκε δουλειά μέσω παρέμβασης φίλων του. |
Σύνθετοι τύποι:
|
advertising agency n | (company: creates advertisements) | διαφημιστική εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| | διαφημιστική επίθ ως ουσ θηλ |
| | διαφημιστικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ |
| The company employed an advertising agency to produce some television commercials. |
by the agency of [sb], through the agency of [sb] prep | (because of [sb]'s actions) | με τη βοήθεια κπ περίφρ |
| | με τη μεσολάβηση κπ περίφρ |
Central Intelligence Agency n | US (CIA: spy service) (υπηρεσία πληροφοριών) | CIA ουσ θηλ άκλ |
CIA n | US, initialism (Central Intelligence Agency) (υπηρεσία στις ΗΠΑ) | CIA ουσ θηλ άκλ |
| (κατά λέξη) | Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών φρ ως ουσ θηλ |
collection agency n | (debt collection company) | εταιρεία συλλογής χρεών ουσ θηλ |
| Delinquent accounts are turned over to a collection agency after 30 days. |
dating agency n | (company: finds partners) | γραφείο γνωριμιών φρ ως ουσ ουδ |
| (ενίοτε μειωτικό) | γραφείο συνοικεσίων φρ ως ουσ ουδ |
| The dating agency specializes in finding foreign brides for their clients. |
employment agency n | (company: finds jobs) | γραφείο ανεύρεσης εργασίας ουσ ουδ |
Environmental Protection Agency n | (governmental agency) | Γραφείο Προστασίας του Περιβάλλοντος φρ ως ουσ ουδ |
| | Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος φρ ως ουσ θηλ |
EPA n | initialism (Environmental Protection Agency) (συντομογραφία) | EPA ουσ θηλ άκλ |
| | Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ περίφρ |
ESA n | initialism (European Space Agency) (σντμ: Eυρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος) | ΕΟΔ ουσ αρσ άκλ |
estate agency, US: real estate agency n | (business that sells property) | μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | μεσιτικό επίθ ως ουδ |
| It is generally recommended that the vendor of a house use an estate agency to avoid potential legal problems. |
| Σε όσους θέλουν να πουλήσουν ένα σπίτι, συνιστάται γενικά να το κάνουν μέσω μεσιτικού γραφείου, προκειμένου να αποφύγουν προβλήματα με τον νόμο. |
European Space Agency n | (space exploration organization) | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος φρ ως ουσ αρσ |
law enforcement agency n | (police, etc.) | αστυνομική αρχή επίθ + ουσ θηλ |
| | αρχή επιβολής του νόμου περίφρ |
licensing agency (US), licencing agency (UK) n | (grants authorization) | υπηρεσία αδειοδότησης φρ ως ουσ θηλ |
news agency n | (organization that collects reports) | ειδησεογραφικό πρακτορείο επίθ + ουσ ουδ |
| | πρακτορείο ειδήσεων φρ ως ουσ ουδ |
press agency n | (news-reporting organization) | πρακτορείο ειδήσεων ουσ ουδ |
| Reuters is a well-known international press agency. |
real estate agency n | (office for home buying and selling) | μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ |
recruitment agency n | (company that places job candidates) | γραφείο ευρέσεως εργασίας φρ ως ουσ ουδ |
| John went to a recruitment agency to find a new job. |
ticket agency n | (business that sells tickets) | πρακτορείο εισιτηρίων ουσ ουδ |
| Most concert venues sell through ticket agencies. |
transit agency n | (public transport authority) | υπηρεσία συγκοινωνιών φρ ως ουσ θηλ |
travel agency n | (company that arranges travel) | ταξιδιωτικό πρακτορείο, ταξιδιωτικό γραφείο φρ ως ουσ ουδ |
| The travel agency can help you plan your itinerary. |
| They went to the travel agency to buy a holiday. |
| Το ταξιδιωτικό πρακτορείο μπορεί να σε βοηθήσει να σχεδιάσεις τη διαδρομή σου. // Πήγαν στο ταξιδιωτικό πρακτορείο για να κανονίσουν διακοπές. |
work agency n | (recruitment consultant) | γραφείο εύρεσης εργασίας φρ ως ουσ ουδ |