agency

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈeɪdʒənsi/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈeɪdʒənsi/ ,USA pronunciation: respellingjən sē)

Inflections of 'agency' (n): npl: agencies
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
agency n (company that represents)πρακτορείο ουσ ουδ
 Pearl's agency recruits new models and actors.
 Το πρακτορείο του Περλ προσλαμβάνει νέα μοντέλα και ηθοποιούς.
agency n (organization)γραφείο ουσ ουδ
  υπηρεσία ουσ θηλ
  οργανισμός ουσ αρσ
 The employment agency downtown can help you find a good job.
 Το γραφείο εύρεσης εργασίας στο κέντρο μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις μια καλή δουλειά.
agency n uncountable (ability to act)δυνατότητα να κάνω κάτι, δυνατότητα να δράσω περίφρ
  δυνατότητα για αυτόβουλη δράση περίφρ
  (επίσημο: νομικός όρος)ικανότητα αυτενέργειας φρ ως ουσ θηλ
  αυτενέργεια ουσ θηλ
 The strict rules made Sarah feel as though she had no agency of her own.
 Οι αυστηροί κανόνες έκαναν τη Σάρα να αισθάνεται σα να μην είχε καμία αυτενέργεια δική της.
agency n (action)παρέμβαση, μεσολάβηση ουσ θηλ
 Jeremy found a job through the agency of friends.
 Ο Τζέρεμυ βρήκε δουλειά μέσω παρέμβασης φίλων του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
advertising agency n (company: creates advertisements)διαφημιστική εταιρία επίθ + ουσ θηλ
  διαφημιστική επίθ ως ουσ θηλ
  διαφημιστικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
 The company employed an advertising agency to produce some television commercials.
by the agency of [sb],
through the agency of [sb]
prep
(because of [sb]'s actions)με τη βοήθεια κπ περίφρ
  με τη μεσολάβηση κπ περίφρ
Central Intelligence Agency n US (CIA: spy service) (υπηρεσία πληροφοριών)CIA ουσ θηλ άκλ
CIA n US, initialism (Central Intelligence Agency) (υπηρεσία στις ΗΠΑ)CIA ουσ θηλ άκλ
  (κατά λέξη)Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών φρ ως ουσ θηλ
collection agency n (debt collection company)εταιρεία συλλογής χρεών ουσ θηλ
 Delinquent accounts are turned over to a collection agency after 30 days.
dating agency n (company: finds partners)γραφείο γνωριμιών φρ ως ουσ ουδ
  (ενίοτε μειωτικό)γραφείο συνοικεσίων φρ ως ουσ ουδ
 The dating agency specializes in finding foreign brides for their clients.
employment agency n (company: finds jobs)γραφείο ανεύρεσης εργασίας ουσ ουδ
Environmental Protection Agency n (governmental agency)Γραφείο Προστασίας του Περιβάλλοντος φρ ως ουσ ουδ
  Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος φρ ως ουσ θηλ
EPA n initialism (Environmental Protection Agency) (συντομογραφία)EPA ουσ θηλ άκλ
  Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ περίφρ
ESA n initialism (European Space Agency) (σντμ: Eυρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος)ΕΟΔ ουσ αρσ άκλ
estate agency,
US: real estate agency
n
(business that sells property)μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μεσιτικό επίθ ως ουδ
 It is generally recommended that the vendor of a house use an estate agency to avoid potential legal problems.
 Σε όσους θέλουν να πουλήσουν ένα σπίτι, συνιστάται γενικά να το κάνουν μέσω μεσιτικού γραφείου, προκειμένου να αποφύγουν προβλήματα με τον νόμο.
European Space Agency n (space exploration organization)Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος φρ ως ουσ αρσ
law enforcement agency n (police, etc.)αστυνομική αρχή επίθ + ουσ θηλ
  αρχή επιβολής του νόμου περίφρ
licensing agency (US),
licencing agency (UK)
n
(grants authorization)υπηρεσία αδειοδότησης φρ ως ουσ θηλ
news agency n (organization that collects reports)ειδησεογραφικό πρακτορείο επίθ + ουσ ουδ
  πρακτορείο ειδήσεων φρ ως ουσ ουδ
press agency n (news-reporting organization)πρακτορείο ειδήσεων ουσ ουδ
 Reuters is a well-known international press agency.
real estate agency n (office for home buying and selling)μεσιτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
recruitment agency n (company that places job candidates)γραφείο ευρέσεως εργασίας φρ ως ουσ ουδ
 John went to a recruitment agency to find a new job.
ticket agency n (business that sells tickets)πρακτορείο εισιτηρίων ουσ ουδ
 Most concert venues sell through ticket agencies.
transit agency n (public transport authority)υπηρεσία συγκοινωνιών φρ ως ουσ θηλ
travel agency n (company that arranges travel)ταξιδιωτικό πρακτορείο, ταξιδιωτικό γραφείο φρ ως ουσ ουδ
 The travel agency can help you plan your itinerary.
 They went to the travel agency to buy a holiday.
 Το ταξιδιωτικό πρακτορείο μπορεί να σε βοηθήσει να σχεδιάσεις τη διαδρομή σου. // Πήγαν στο ταξιδιωτικό πρακτορείο για να κανονίσουν διακοπές.
work agency n (recruitment consultant)γραφείο εύρεσης εργασίας φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'agency' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: pay the agency [fees, costs], the agency [office, headquarters, director], a [law enforcement, real estate, private security] agency, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση agency στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «agency».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!