WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
acknowledged adj | (accepted, noted) | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| (μόνο άνθρωπος) | καταξιωμένος μτχ πρκ |
| Ruth is an acknowledged expert in ancient Greek history. |
acknowledged adj | (known, understood) | γνωστός επίθ |
| There is an acknowledged risk of lung cancer from smoking. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
acknowledge [sth], acknowledge that⇒ vtr | (admit, accept as true) (κάτι, ότι/πως) | αναγνωρίζω, παραδέχομαι ρ μ |
| I acknowledge that I could have made better decisions. |
| Αναγνωρίζω (or: παραδέχομαι) ότι θα μπορούσα να είχα πάρει καλύτερες αποφάσεις. |
acknowledge [sth]⇒ vtr | (recognise) (κάτι, ότι) | αναγνωρίζω ρ μ |
| The father acknowledged his paternity of the child, based on a strong physical resemblance. |
| Ο πατέρας αναγνώρισε ότι το παιδί ήταν δικό του, βασιζόμενος στη μεγάλη εξωτερική ομοιότητα. |
acknowledge [sb], acknowledge [sb] for [sth]⇒ vtr | (thank [sb] for) | αναγνωρίζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| The president acknowledged her contributions in a ceremony. |
| Ο πρόεδρος αναγνώρισε την προσφορά της με μία επίσημη τελετή. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να σου αναγνωρίσω ότι έκανες καταπληκτική δουλειά. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
acknowledge [sth]⇒ vtr | (confess) (κάτι) | παραδέχομαι, ομολογώ ρ μ |
| The killer acknowledged his guilt in court. |
| Ο δολοφόνος παραδέχτηκε την ενοχή του στο δικαστήριο. |
acknowledge [sb]⇒ vtr | (greet) (βλέπω ότι είναι εκεί) | προσέχω ρ μ |
| (ξέρω ποιος είναι) | δείχνω ότι αναγνωρίζω περίφρ |
| (απευθύνω χαιρετισμό) | χαιρετάω, μιλάω ρ μ |
| He didn't even acknowledge me. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: