acne

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈækni/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈækni/ ,USA pronunciation: respelling(aknē)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
acne n (skin condition: spots, pimples)ακμή ουσ θηλ
 The doctor prescribed a cream for Fiona's acne.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
rosacea,
acne rosacea
n
(skin condition causing redness) (ιατρική)ροδόχρους νόσος, ροδόχρους ακμή επίθ + ουσ θηλ
 That's not a rash on her face; she has rosacea.
 Δεν είναι εξάνθημα αυτό στο πρόσωπό της, πάσχει από ροδόχρου νόσο (or: ροδόχρου ακμή).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'acne' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση acne στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «acne».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!