Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

access point


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο access παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: point
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
access n (permission to enter)πρόσβαση ουσ θηλ
 Do you have access to the computer room?
 Έχεις πρόσβαση στο δωμάτιο με τους υπολογιστές;
access n (entrance)είσοδος ουσ θηλ
 The rear access to the bar was locked.
 Η είσοδος από το πίσω μέρος του μπαρ ήταν κλειδωμένη.
access n (ability to be approached)πρόσβαση ουσ θηλ
 Access to the President was controlled by his chief-of-staff.
 Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου έλεγχε ποια άτομα είχαν πρόσβαση στον Πρόεδρο.
access n (computers: permission)πρόσβαση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μπορώ να μπω περίφρ
  μπορώ να ανοίξω περίφρ
 Let me know if you don't have access to that file, and I'll reset the permissions.
 Ενημέρωσέ με εάν δεν έχεις πρόσβαση στο αρχείο για να αλλάξω τα δικαιώματά του.
access [sth] vtr (gain access to: information) (τώρα)αποκτώ πρόσβαση σε περίφρ
  (γενικά)έχω πρόσβαση σε περίφρ
  (καθομ: αρχείο, φάκελος)ανοίγω ρ μ
  μπαίνω, εισέρχομαι ρ αμ
 Can you access that file or is it blocked?
 Έχεις πρόσβαση σε εκείνο το αρχείο ή είναι μπλοκαρισμένο;
 Μπορείς να ανοίξεις εκείνο το αρχείο ή είναι μπλοκαρισμένο;
 Μπορείς να μπεις (or: εισέλθεις) σε εκείνο το αρχείο ή είναι μπλοκαρισμένο;
access [sth] vtr (reach, get into: a place)μπαίνω ρ αμ
  (τώρα)αποκτώ πρόσβαση σε περίφρ
  (γενικά)έχω πρόσβαση σε περίφρ
 In order to access the computer room, students have to use a special swipe card.
 Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιήσουν μια ειδική κάρτα για να μπουν στην αίθουσα των υπολογιστών.
 Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιήσουν μια ειδική κάρτα για να αποκτήσουν πρόσβαση στην αίθουσα των υπολογιστών.
 Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιούν μια ειδική κάρτα για να έχουν πρόσβαση στην αίθουσα των υπολογιστών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
access management n (computing: login system) (πληροφορική)έλεγχος πρόσβασης περίφρ
access road n US (slip road on a motorway)παράδρομος ουσ αρσ
 The access road to the highway is actually a very long on-ramp.
access road n UK (special, express route)δρόμος προσπέλασης ουσ αρσ
  οδός προσπέλασης ουσ θηλ
 A vehicle has broken down on the access road, causing long traffic delays.
deny [sb] access vtr + n (not allow to enter)αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση έκφρ
 I was denied access to the President's suite because I looked suspicious.
deny [sb] access vtr + n (not allow to see, obtain)αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση έκφρ
 I was denied access to my bank records because I had forgotten my password.
direct access,
direct access to [sb]
n
(without intermediary)άμεση πρόσβαση σε κπ έκφρ
 She has direct access to the prime minister.
 Έχει άμεση πρόσβαση στον πρωθυπουργό.
direct access,
direct access to [sth]
n
(without intervening places)άμεση πρόσβαση σε κτ έκφρ
 A gate at the end of the garden gives direct access to the beach.
disabled access n (entry for wheelchair users)πρόσβαση ατόμων με αναπηρία περίφρ
  πρόσβαση για άτομα με αναπηρία, πρόσβαση σε άτομα με αναπηρία περίφρ
 My church has finally installed both an elevator and a ramp to provide disabled access.
gain access to [sth] v expr (get permission to go to a place)αποκτώ πρόσβαση σε κτ περίφρ
gain access to [sth] v expr (be allowed to access information, etc.)αποκτώ πρόσβαση σε κτ περίφρ
means of access npl (way in or out)μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης έκφρ
 The only means of access to the farm is the dirt track.
random access memory n (computing: storage space) (Η/Υ)μνήμη ουσ ουδ
 My first computer only had 16 kilobytes, but nowadays personal computers have 1 gigabyte or more of random access memory.
road access n (entry to a traffic route)είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου περίφρ
 Road access to the airport is closed due to flooding.
wheelchair access n (facilities permitting entry by wheelchairs)πρόσβαση για αναπηρικά αμαξίδια περίφρ
  πρόσβαση για ΑΜΕΑ περίφρ
wireless access n (computing: connection without cables) (Η/Υ)ασύρματη σύνδεση ουσ θηλ
 Does the hotel have wireless access?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'access point' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση access point στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «access point».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!