WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| Communist n | (member of Communist party) (μέλος του κομουνιστικού κόμματος) | κομουνιστής ουσ αρσ |
| | | κομουνίστρια ουσ θηλ |
| | In the 1940's and 1950's, people labeled as Communists were often investigated by the government. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| communist n | (politics: extreme leftist) | κομμουνιστής, κομμουνίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | Communists hold a very different view from capitalists of how the world's economic system should work. |
| | Μόνο ένας κομμουνιστής θα υποστήριζε την αρπαγή της ιδιωτικής περιουσίας. |
| communist adj | (politics: leftist) | κομμουνιστικός επίθ |
| | Following the Second World War, many authors and philosophers held communist ideals. |
| | Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί συγγραφείς και φιλόσοφοι ανέπτυξαν κομμουνιστικά ιδανικά. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: