WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
commute⇒ vi | (travel to work) (καθομιλουμένη) | πηγαινοέρχομαι ρ αμ |
| | μετακινούμαι ρ αμ |
| (κατά λέξη) | μετακινούμαι από το σπίτι στη δουλειά περίφρ |
| I work from home now, so I no longer have to commute. |
| Δουλεύω απ' το σπίτι τώρα, οπότε δε χρειάζεται πια να πηγαινοέρχομαι. |
commute to [sth] vi + prep | (travel to: work, school) (καθομιλουμένη) | πηγαινοέρχομαι ρ αμ |
| (κάπου, σε κάτι) | πηγαίνω ρ αμ |
| (προς κάτι) | μετακινούμαι ρ αμ |
| Because she lives in the suburbs she has to commute to the city for work. |
| Καθώς ζει στα προάστια πρέπει να πηγαινοέρχεται στην πόλη για τη δουλειά της. |
commute [sth]⇒ vtr | (prison sentence: reduce) | μειώνω, ελαττώνω ρ μ |
| | ελαφρύνω, μετριάζω ρ μ |
| (κάτι σε κάτι) | μετατρέπω ρ μ |
| The judge commuted the prisoner's sentence on a technicality. |
| Ο δικαστής ελάττωσε (or: μετρίασε) την ποινή του κρατούμενου βασιζόμενος σε μια επουσιώδη λεπτομέρεια. |
commute n | (journey to work) | μετακίνηση προς τη δουλειά περίφρ |
| | διαδρομή για τη δουλειά περίφρ |
| My morning commute is long and often stressful. |
| Η διαδρομή μου προς τη δουλειά τα πρωινά είναι μεγάλη και συχνά αγχωτική. |