• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
BP,
B.P.
n
initialism (degree: Bachelor of Pharmacy)πτυχίο Φαρμακευτικής φρ ως ουσ ουδ
BP,
B.P.
n
initialism (degree: Bachelor of Philosophy)πτυχίο Φιλοσοφίας φρ ως ουσ ουδ
BP,
B.P.,
bp,
b.p.
n
initialism (finance: basis point)μονάδα βάσης φρ ως ουσ θηλ
BP,
B.P.,
bp,
b.p.
n
initialism (business: bills payable)συναλλαγματικές πληρωτέες επίθ + ουσ θηλ πλ
bp,
b.p.
n
initialism (chemistry: boiling point)σημείο βρασμού φρ ως ουσ ουδ
BP n initialism (blood pressure)αρτηριακή πίεση επίθ + ουσ θηλ
  πίεση αίματος φρ ως ουσ θηλ
BP,
B.P.
adj
abbreviation (archeology: before the present)από το παρόν έκφρ
  πριν το σήμερα έκφρ
BP,
B.P.,
bp,
b.p.
adj
initialism (alcohol: below proof)κάτω του ορίου έκφρ
BP n initialism (British Pharmacopoeia)Βρεταννική Φαρμακοποιία φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
BP n initialism (British Petroleum) (στα αγγλικά)BP ουσ θηλ άκλ
Bp n abbreviation (Bishop)επίσκοπος ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση BP στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «BP».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!