younger

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(yunggər)

From young (adj):
younger
adj comparative
youngest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: younger, young

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
younger adj (not as old)νεότερος, μικρότερος επίθ
  πιο νέος, πιο μικρός περίφρ
 You can't tell which of the horses is younger.
 When I was younger, I did a lot of silly things.
 Δεν φαίνεται ποιο από τα άλογα είναι μικρότερο (or: νεότερο).
younger than expr (not as old as)νεότερος από, μικρότερος από επίθ + πρόθ
  πιο νέος από, πιο μικρός από περίφρ
 All of my siblings are younger than me.
 Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα.
younger adj (sibling: born later)νεότερος, μικρότερος επίθ
  μικρός επίθ
 My younger brother moved to Australia.
 Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία.
the younger n (one born later)ο νεότερος, ο μικρότερος περίφρ
  ο πιο νέος, ο πιο μικρός περίφρ
 Which of the twin sisters is the younger?
 Ποια από τις δίδυμες αδερφές είναι η μικρότερη;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
young adj (at an early stage in life)νέος επίθ
  (μεταφορικά)μικρός επίθ
 He is still young and has a lot to learn.
 Είναι νέος ακόμα, και έχει πολλά να μάθει.
 Είναι μικρός ακόμα, και έχει πολλά να μάθει.
young adj (youthful) (άνθρωπος)νέος επίθ
  (δέρμα, σώμα, σκέψη κλπ)νεανικός επίθ
 You look very young for someone over sixty.
 Δείχνεις πολύ νέος για κάποιον που έχει περάσει τα εξήντα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρά τα πενήντα της χρόνια, η γυναίκα μου έχει νεανική επιδερμίδα.
young adj (occurring early in life)νεανικός επίθ
 Young love can be difficult on the emotions.
 Οι νεανικοί έρωτες μπορεί να είναι δύσκολοι συναισθηματικά.
young n (offspring)μικρό επίθ ως ουσ ουδ
 The lion's young drank their mother's milk.
be young,
still be young
v expr
literary, humorous (night, evening: only just have started)έχω μόλις αρχίσει έκφρ
 You aren't going home already? The night is still young!
the young npl (young people)η νεολαία άρθ ορ + ουσ θηλ
  οι νέοι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ
 The young will always refuse to listen to their parents.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
young adj (inexperienced)νεός, καινούριος επίθ
 He is young at this job, but he will get better in time.
young adj (food or drink: not aged)μη παλαιωμένος περίφρ
  φρέσκος επίθ
 This is a young wine and has not developed much character.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
younger | young
ΑγγλικάΕλληνικά
younger crowd n informal, figurative (youth, young consumers)νεανικό κοινό φρ ως ουσ ουδ
younger generation n (youth, adolescents)νεολαία, νέα γενιά ουσ θηλ
 The younger generation don't always appreciate older styles of music.
younger sister n (female sibling born after you)μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή ουσ θηλ
 I'm going to university next year, but my younger sister is still at primary school.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'younger' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση younger στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «younger».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!