WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| yaw n | (boat, ship: pitching motion) (ναυτιλία) | στροφική οριζόντια κίνηση φρ ως ουσ θηλ |
| | | στροφική οριζόντια ταλάντωση φρ ως ουσ θηλ |
| | (γύρω από κατακόρυφο άξονα) | περιστροφή ουσ θηλ |
| | The device measures the yaw of the boat. |
| | Το συγκεκριμένο μηχάνημα μετρά τη στροφική οριζόντια κίνηση του πλοίου. |
| yaw n | (aircraft: pitching motion) (αεροναυπηγική) | πλαγιολίσθηση πτέρυγας φρ ως ουσ θηλ |
| | | εκτροπή πτέρυγας φρ ως ουσ θηλ |
| | (γύρω από κατακόρυφο άξονα) | περιστροφή ουσ θηλ |
| | | πορεία, διεύθυνση ουσ θηλ |
| | The rudder controls the yaw of the plane. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| yaw⇒ vi | rare (nautical: swerve, pitch) (ναυπηγική: γραμμή πορείας) | κάνω ασταθή ελιγμό περίφρ |
| | | παρεκκλίνω ρ αμ |
| | (μεσαιωνικό, λόγιο) | παροιακίζομαι |
| | (επίσημο: σκαμπανεβάζω) | προνευστάζω ρ αμ |
| | The boat began to yaw and passengers got sick. |
| | Το σκάφος άρχισε τους ασταθείς ελιγμούς, και οι επιβάτες ζαλίστηκαν. |
| yaw vi | rare (aircraft: pitch) (αεροναυπηγική: γραμμή πορείας) | πλαγιολισθαίνω ρ αμ |
| | | κάνω ασταθή ελιγμό περίφρ |
| | After take-off, the plane yawed strongly to the left. |
| | Μετά την απογείωση, το αεροπλάνο πλαγιολίσθησε απότομα προς τα αριστερά. |