wont

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwəʊnt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/wɔnt, woʊnt, wʌnt/ ,USA pronunciation: respelling(wônt, wōnt, wunt)

Inflections of 'wont' (v): (⇒ conjugate)
wonts
v 3rd person singular
wonting
v pres p
wont
v past
wont
v past p
wonted
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: wont, will, won't

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wont n formal (habit, practice)συνήθεια ουσ θηλ
 As you know, gentleman, it is not my wont to complain.
 Όπως γνωρίζετε, κύριοι, δεν έχω τη συνήθεια να διαμαρτύρομαι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
will v aux (future: prediction or schedule)θα μόριο
 I will cook dinner tomorrow.
 Her birthday will be on a Sunday next year.
 Θα μαγειρέψω δείπνο αύριο. // Του χρόνου τα γενέθλιά της θα πέσουν Κυριακή.
will n (law: testament)διαθήκη ουσ θηλ
 Her father left her the house in his will.
 Ο πατέρας της τής άφησε το σπίτι στη διαθήκη του.
will n (determination)θέληση ουσ θηλ
  βούληση ουσ θηλ
 She accomplished the task through sheer will.
 Το κατάφερε μόνο με την ισχυρή της θέληση.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο γάμος έγινε με δική της βούληση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
will n (faculty of conscious decisions)θέληση ουσ θηλ
 The power of the will often exceeds logic.
will n (wish)επιθυμία ουσ θηλ
 She went against her father's will and married the musician.
will n (volition)επιθυμία ουσ θηλ
  (παλαιό)θέλημα ουσ ουδ
 The outcome of the election will be decided by the will of the voters.
will n (disposition)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: Preceded by a qualifying adjective: good will, ill will, the best will
will v aux (be willing or disposed to)θα μόριο
  είμαι διατεθειμένος να έκδε
 The elderly will sacrifice for their grandchildren if they have to.
 Οι ηλικιωμένοι θα θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί.
 Οι ηλικιωμένοι είναι διατεθιμένοι να θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί.
will v aux (be required or expected to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Χρησιμοποιούμε το «θα» εμφατικά, ή κάποια άλλη λέξη (π.χ. οφείλω)
 You will present yourself to the commanding officer immediately.
 Θα παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.
 Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.
will v aux (may be expected to)θα μόριο
  αναμένεται να έκφρ
 She will not have given up hope, as he was only reported missing this morning.
 Δεν θα έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί.
 Δεν αναμένεται να έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί.
will v aux (may be supposed to)πρέπει ρ απρ
  μάλλον, πιθανότατα επίρ
 This will be the place, at least if I have understood the directions.
 Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες.
will v aux (be sure to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Most people talk about helping others, but will take good care of themselves first.
 Οι περισσότεροι μιλάνε για βοήθεια προς τους άλλους αλλά πρώτα φροντίζουν τον εαυτό τους.
will v aux (habitual action) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 They will forget to wash at least some of the pots.
 Ξεχνάνε να πλύνουν τουλάχιστον κάποιες από τις γλάστρες.
will v aux (ability) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 This water butt will hold 220 litres of rainwater.
 The lock will not open.
 Αυτό το βαρέλι χωράει 220 λίτρα βρόχινο νερό. // Η κλειδαριά δεν ανοίγει.
will v aux (be determined to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Συνήθως χρησιμοποιείται ο μέλλοντας του «κάνω»
 "From our very first date I've wanted to marry her, and I will", he thought.
 «Από το πρώτο μας ραντεβού θέλω να την παντρευτώ και θα το κάνω», σκέφτηκε.
will [sb/sth] to do [sth] v expr (try to influence with thoughts)κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης περίφρ
  προσπαθώ να επηρεάσω κπ/κτ με τη σκέψη μου για να κάνει κτ περίφρ
 He willed the plant to survive, but it withered in the drought.
 Προσπάθησε να κάνει το φυτό να επιζήσει με τη δύναμη της θέλησής του αλλά αυτό μαράθηκε λόγω ξηρασίας.
will [sth] vtr literary (wish, want)θέλω ρ μ
  (επίσημο)επιθυμώ ρ μ
  (παλαιό)αγαπάω, αγαπώ ρ μ
 Do what you will! I'm leaving in five minutes.
will [sth] vtr (bring willpower to bear on)θέλω ρ μ
  επιθυμώ, εύχομαι, λαχταρώ ρ μ
 If the runner wills it enough, he could break the record.
 Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.
will [sth] to happen vtr (make happen by wishing)θέλω κτ πολύ για να γίνει έκφρ
  (κατά λέξη)πραγματοποιώ με τη δύναμη της θέλησης
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 It doesn't just happen. You need to will it to happen.
will [sth] to [sb] vtr + prep (bequeath) (κάτι σε κάποιον)κληροδοτώ ρ μ
  αφήνω κληρονομιά περίφρ
 She didn't will anything to her family, and left her estate to charity.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
won't contraction colloquial, abbreviation (will not: prediction)δεν θα περίφρ
 It won't rain tomorrow.
 Δεν θα βρέξει αύριο.
won't contraction colloquial, abbreviation (will not: refusal) (άρνηση, επιμονή)δεν λέω να περίφρ
 He just won't listen to reason!
 Δεν λέει να ακούσει τη φωνή της λογικής!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
wont | will | won't
ΑγγλικάΕλληνικά
as is my wont adv formal (as usual, as is my habit)ως συνήθως φρ ως επίρ
  όπως πάντα φρ ως επίρ
Σχόλιο: as is his wont, as is her wont, etc.
be wont to do,
be wont to do [sth]
v expr
formal (be in the habit of doing)συνηθίζω να κάνω κτ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: as [is, was] her wont, is wont to [do, make, call, go, take], is [often, frequently] the wont (of), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wont στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wont».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!