Επιπλέον μεταφράσεις |
will n | (faculty of conscious decisions) | θέληση ουσ θηλ |
| The power of the will often exceeds logic. |
will n | (wish) | επιθυμία ουσ θηλ |
| She went against her father's will and married the musician. |
will n | (volition) | επιθυμία ουσ θηλ |
| (παλαιό) | θέλημα ουσ ουδ |
| The outcome of the election will be decided by the will of the voters. |
will n | (disposition) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
Σχόλιο: Preceded by a qualifying adjective: good will, ill will, the best will |
will v aux | (be willing or disposed to) | θα μόριο |
| | είμαι διατεθειμένος να έκδε |
| The elderly will sacrifice for their grandchildren if they have to. |
| Οι ηλικιωμένοι θα θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί. |
| Οι ηλικιωμένοι είναι διατεθιμένοι να θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί. |
will v aux | (be required or expected to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
Σχόλιο: Χρησιμοποιούμε το «θα» εμφατικά, ή κάποια άλλη λέξη (π.χ. οφείλω) |
| You will present yourself to the commanding officer immediately. |
| Θα παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου. |
| Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου. |
will v aux | (may be expected to) | θα μόριο |
| | αναμένεται να έκφρ |
| She will not have given up hope, as he was only reported missing this morning. |
| Δεν θα έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί. |
| Δεν αναμένεται να έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί. |
will v aux | (may be supposed to) | πρέπει ρ απρ |
| | μάλλον, πιθανότατα επίρ |
| This will be the place, at least if I have understood the directions. |
| Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες. |
will v aux | (be sure to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
| Most people talk about helping others, but will take good care of themselves first. |
| Οι περισσότεροι μιλάνε για βοήθεια προς τους άλλους αλλά πρώτα φροντίζουν τον εαυτό τους. |
will v aux | (habitual action) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
| They will forget to wash at least some of the pots. |
| Ξεχνάνε να πλύνουν τουλάχιστον κάποιες από τις γλάστρες. |
will v aux | (ability) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
| This water butt will hold 220 litres of rainwater. |
| The lock will not open. |
| Αυτό το βαρέλι χωράει 220 λίτρα βρόχινο νερό. // Η κλειδαριά δεν ανοίγει. |
will v aux | (be determined to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
Σχόλιο: Συνήθως χρησιμοποιείται ο μέλλοντας του «κάνω» |
| "From our very first date I've wanted to marry her, and I will", he thought. |
| «Από το πρώτο μας ραντεβού θέλω να την παντρευτώ και θα το κάνω», σκέφτηκε. |
will [sb/sth] to do [sth] v expr | (try to influence with thoughts) | κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης περίφρ |
| | προσπαθώ να επηρεάσω κπ/κτ με τη σκέψη μου για να κάνει κτ περίφρ |
| He willed the plant to survive, but it withered in the drought. |
| Προσπάθησε να κάνει το φυτό να επιζήσει με τη δύναμη της θέλησής του αλλά αυτό μαράθηκε λόγω ξηρασίας. |
will [sth]⇒ vtr | literary (wish, want) | θέλω ρ μ |
| (επίσημο) | επιθυμώ ρ μ |
| (παλαιό) | αγαπάω, αγαπώ ρ μ |
| Do what you will! I'm leaving in five minutes. |
will [sth] vtr | (bring willpower to bear on) | θέλω ρ μ |
| | επιθυμώ, εύχομαι, λαχταρώ ρ μ |
| If the runner wills it enough, he could break the record. |
| Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ. |
will [sth] to happen⇒ vtr | (make happen by wishing) | θέλω κτ πολύ για να γίνει έκφρ |
| (κατά λέξη) | πραγματοποιώ με τη δύναμη της θέλησης |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| It doesn't just happen. You need to will it to happen. |
will [sth] to [sb] vtr + prep | (bequeath) (κάτι σε κάποιον) | κληροδοτώ ρ μ |
| | αφήνω κληρονομιά περίφρ |
| She didn't will anything to her family, and left her estate to charity. |