whore

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhɔːr/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/hɔr; often hʊr/ ,USA pronunciation: respelling(hôr, hōr or, often, hŏŏr)

Inflections of 'whore' (v): (⇒ conjugate)
whores
v 3rd person singular
whoring
v pres p
whored
v past
whored
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: whore, who're

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whore n dated, pejorative, potentially offensive (prostitute) (χυδαίο)πουτάνα ουσ θηλ
  (επίσημο)πόρνη ουσ θηλ
  (επίσημο, λόγιο)ιερόδουλη ουσ θηλ
 Don't go by 37th Street; that's where the whores look for customers.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην περάσεις απ' εκεί. Κάνουν πιάτσα οι πουτάνες.
whore n vulgar, pejorative, offensive! (promiscuous woman) (υβριστικό)πουτάνα ουσ θηλ
 Rachel dumped her boyfriend because he called her a whore for talking to other guys.
whore n pejorative, vulgar, US ([sb] who forgoes principles for money)πουλημένος επίθ
  (μεταφορικά, υβριστικό)πουτάνα ουσ θηλ
 Jason is such a whore; he'll do anything for money.
whore vi vulgar (patronize prostitutes)πηγαίνω με πόρνες, πηγαίνω σε πόρνες, πηγαίνω σε οίκο ανοχής περίφρ
  (χυδαίο)πηγαίνω με πουτάνες, πηγαίνω στις πουτάνες περίφρ
  πηγαίνω σε μπουρδέλο περίφρ
 Steph divorced Mark because of his frequent whoring.
whore vi vulgar (work as a prostitute)εκδίδομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)δουλεύω ως πόρνη, δουλεύω ως πουτάνα περίφρ
  πάω με πελάτες περίφρ
  (χυδαίο: επί πληρωμή)πηδιέμαι ρ αμ
Σχόλιο: Το «πηδιέμαι» δεν σημαίνει απαραίτητα πως γίνεται επί πληρωμή, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί αν το νόημα γίνεται σαφές από τα συμφραζόμενα.
 Lisa's pimp had her whoring seven nights a week.
 Ο νταβατζής της την έβαζε να εκδίδεται επτά νύχτες την εβδομάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
who're contraction colloquial, abbreviation (who are)ποιοι είναι αντων + ρ μ
 Who're those people over there?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: whore around (with), vulgar: a [pretty, seasoned, teen, foreign, drunk, cheap, crack] whore, whore yourself for [money, a living], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση whore στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «whore».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!