WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| wheezing adj | (breathing with difficulty) (καθομιλουμένη) | που αγκομαχά, που βαριανασαίνει περίφρ |
| | (επίσημο: ιατρική) | που αναπνέει με συριγμό περίφρ |
| Σχόλιο: Ο όρος της καθομιλουμένης, αν και χρησιμοποιείται ευρέως, δεν είναι τόσο ακριβής. |
| | The wheezing old man refused to move into a nursing home. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| wheezing n | (breathing with difficulty) (καθομιλουμένη) | αγκομαχητό ουσ ου |
| | (ιατρική) | συριγμός ουσ αρσ |
| | | συρίττουσα αναπνοή επίθ + ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Ο όρος της καθομιλουμένης, αν και χρησιμοποιείται ευρέως, δεν είναι τόσο ακριβής. |
| | The doctor prescribed a new medication because he is worried about the old woman's wheezing. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| wheeze⇒ vi | (breathe hoarsely) | αγκομαχώ, ξεφυσάω, κοντανασαίνω ρ αμ |
| | | ασθμαίνω ρ αμ |
| | The old man was wheezing as he struggled up the stairs. |
| wheeze n | (hoarse breathing) | αγκομαχητό, λαχάνιασμα, ξεφύσημα ουσ ουδ |
| | James let out a wheeze of pain and collapsed on the floor. |
| wheeze n | dated, figurative, informal ([sth] amusing) (καθομιλουμένη) | καλαμπούρι ουσ ουδ |
| | They thought it would be a great wheeze to replace the water in grandma's glass with gin. |