WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| whatsoever adv | (at all) | απολύτως επίρ |
| | I don't know anything whatsoever about Greek history. |
| | Δεν ξέρω τίποτα απολύτως από ελληνική ιστορία. |
| whatsoever adj | (whatever) | όποιος, οποιοσδήποτε αντων |
| | His wife's influence (whatsoever form it may have taken) persuaded the emperor to be lenient. |
| | Η επιρροή που ασκούσε στον αυτοκράτορα η σύζυγός του (οποιαδήποτε μορφή κι αν είχε) τον έπεισε να δείξει επιείκεια. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| whatsoever pron | archaic (whatever) | οτιδήποτε αντων |
| | | ό,τι αντων |
| | Whatsoever you ask of me, that I shall grant you. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: