• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: whacked, whack

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whacked adj UK, slang (exhausted, very tired) (μεταφορικά, ανεπίσημο)ψόφιος επίθ
  (μεταφορικά, αργκό)κομμάτια ουσ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)ξεθεωμένος μτχ πρκ
 I was completely whacked after the cross-country run.
whacked adj US, slang (high on drugs: whacked out) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)φτιαγμένος μτχ πρκ
 That guy's behavior is weird; I think he's whacked.
whacked adj US, slang (drunk) (αργκό)ζάντα, λιάρδα, πίτα, ντίρλα ουσ ως επίθ
  (αργκό)κομμάτια ουσ ως επίθ
  (αργκό)φέσι, λιώμα ουσ ως επίθ
 You're whacked! You need to sober up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whack [sth],
whack [sb]
vtr
(hit)χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (καθομιλουμένη: δυνατά)βαράω, κοπανάω ρ μ
 The carpenter whacked the nail with the hammer.
whack n (hit, blow)χτύπημα ουσ ουδ
  (ανεπίσημο)χτύπος ουσ αρσ
  κοπάνημα ουσ ουδ
 Rachel's whack stopped the picture on the old TV flickering.
 Με το χτύπημα της Ρέιτσελ στην παλιά τηλεόραση, η εικόνα σταμάτησε να τρεμοπαίζει.
 Με το κοπάνημα της Ρέιτσελ στην παλιά τηλεόραση, η εικόνα σταμάτησε να τρεμοπαίζει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whack n (sound of hit)χτύπημα ουσ ουδ
  (βαρύς ήχος)γδούπος ουσ αρσ
 Martin heard the whack of the cricket ball hitting the bat.
whack [sth] off vtr + adv (remove with blow)κόβω κτ με ένα χτύπημα έκφρ
  χτυπώ κτ και κόβω κτ έκφρ
 The man whacked off a chunk of the rock with a sledgehammer.
 Ο άντρας χτύπησε τον βράχο με μια βαριοπούλα και έκοψε ένα κομμάτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
whack | whacked
ΑγγλικάΕλληνικά
whack off vi phrasal vulgar, informal (masturbate) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)τον παίζω έκφρ
  (αργκό, χυδαίο)τον κάνω σφεντόνα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
whacked | whack
ΑγγλικάΕλληνικά
get whacked vi + past p US, slang (be murdered by a hired killer) (αργκό, μεταφορικά)με τρώνε, με καθαρίζουν έκφρ
 I heard that Danny's cousin got whacked.
 Άκουσα ότι τον ξάδερφο του Ντάνι τον καθαρίσανε.
whacked out adj US, slang (high on drugs)μαστουρωμένος επίθ
whacked out on [sth],
whacked on [sth]
expr
US, slang (high on: a drug)που έχει μαστουρώσει με κτ περίφρ
 Josh was whacked out on cocaine at the time of the accident.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'whacked' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση whacked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «whacked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!