• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: wearying, weary

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wearying adj (causing [sb] to be tired)κουραστικός επίθ
  κοπιαστικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
weary adj (tired)κουρασμένος μτχ πρκ
  (πιο έντονο)εξαντλημένος μτχ πρκ
 The weary children went to bed.
 Τα κουρασμένα παιδιά πήγαν για ύπνο.
weary of [sth/sb] vi + prep (tire)κουράζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
  (κατ' επέκταση)βαριέμαι ρ μ
 I'm starting to weary of crime dramas. The TV schedules are full of them!
 Έχω αρχίσει να βαριέμαι τις αστυνομικές σειρές. Η τηλεόραση έχει γεμίσει τέτοιες!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
weary adj (suggesting tiredness)κουρασμένος μτχ πρκ
  (σε γενική)κούρασης ουσ ως επίθ
 John gave a weary sigh.
weary [sb] vtr (tire)κουράζω ρ μ
  (πιο έντονο)εξαντλώ ρ μ
 The housework wearied Jane; she wished she could afford to hire a cleaner.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
weary | wearying
ΑγγλικάΕλληνικά
footsore,
footworn,
footweary,
foot-weary
adj
(tired from walking) (κούραση)πονάνε τα πόδια μου ρ εκφρ
grow weary of [sth/sb] vi + adj (become tired)κουράζομαι από κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  με κουράζει κτ/κπ αντών + ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπουχτίζω με κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
 I grew weary of my ex-boyfriend's constant criticism, so I dumped him.
travel-weary adj (tired from travel)κουρασμένος από το ταξίδι φρ ως επίθ
  καταπονημένος από το ταξίδι φρ ως επίθ
war-weary adj (exhausted by war)εξαντλημένος από τον πόλεμο, εξουθενωμένος από τον πόλεμο φρ ως επίθ
war-weary adj (military airplane: damaged beyond use)κατεστραμμένος μτχ πρκ
  που δεν μπορεί να επισκευαστεί περίφρ
world-weary adj (tired of the world)βαριεστημένος, παραιτημένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)κουρασμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wearying στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wearying».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!