WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| way of life n | (lifestyle) | τρόπος ζωής ουσ αρσ |
| | For a lot of people the use of mobile computing devices has become a way of life. |
| | Για πολλούς η χρήση φορητών υπολογιστικών συσκευών έχει γίνει τρόπος ζωής. |