• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: washed out, wash out

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
washed out,
washed-out
adj
(faded by washing)ξεθωριασμένος μτχ πρκ
  (εσκεμμένα για τζιν)πετροπλυμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 Jenny was wearing washed-out black jeans.
washed out,
washed-out
adj
figurative, informal (pale, faded)ξεθωριασμένος μτχ πρκ
 The colors in this photo are all washed out because I left it in the sun.
 Τα χρώματα σε αυτή τη φωτογραφία είναι ξεθωριασμένα επειδή την άφησα στον ήλιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wash [sth] out vtr phrasal sep figurative (make faded)ξεθωριάζω ρ μ
  (για μαλλιά, όχι αρνητικό)ξανοίγω, ξανθαίνω ρ μ
 All that sunshine washed out my hair.
 Όλος αυτός ο ήλιος ξάνοιξε τα μαλλιά μου.
wash [sth] out vtr + adv (dirt: remove) (με πλύσιμο)βγάζω ρ μ
 Do you think we'll be able to wash that ink stain out?
 Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι;
wash [sth] out of [sth] v expr (dirt: remove from [sth](με πλύσιμο)βγάζω κτ από κτ ρ μ + προθ
  πλένω κτ και βγάζω κτ περίφρ
 I washed the soup stain out of the tablecloth.
 Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα.
wash [sth] out vtr + adv (clean inside)πλένω ρ μ
 When she was naughty, her mother would wash her mouth out with soap and water.
 Όταν ήταν άτακτη η μητέρα της της έπλενε το στόμα με σαπούνι και νερό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'washed out' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση washed out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «washed out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!