WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| viewer n | (person watching TV) | τηλεθεατής, τηλεθεάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | | θεατής, θεάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | The newsreader warned viewers that the report contained disturbing images. |
| | Ο παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων προειδοποίησε τους τηλεθεατές ότι η είδηση περιείχε σκληρές εικόνες. |
| viewer n | (person who looks at art, etc.) | θεατής, θεάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | | αυτός που βλέπει περίφρ |
| | The colours in Seurat's paintings are designed to blend in the viewer's eye. |
| | Τα χρώματα στους πίνακες του Σερά είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να αναμειγνύονται στο μάτι του θεατή. |
| | Τα χρώματα στους πίνακες του Σερά είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να αναμειγνύονται στο μάτι αυτού που τους βλέπει. |
| viewer n | (device that allows viewing) | συσκευή προβολής φρ ως ουσ θηλ |
| | | προβολέας ουσ αρσ |
| | The photographer used a viewer to check what was on the old slides. |
| | Ο φωτογράφος χρησιμοποίησε μια συσκευή προβολής για να δει τι υπήρχε στα παλιά σλάιντς. |
| viewer n | (software for viewing files) | πρόγραμμα προβολής φρ ως ουσ ουδ |
| | You'll need to install a viewer to open these files. |
| viewer n | dated (property inspector) | ελεγκτής, ελέγκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: