• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: vaunted, vaunt

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vaunted adj formal (praised)ξακουστός επίθ
  παινεμένος επίθ
 For all his vaunted wisdom, Bertie could be an idiot when dealing with people.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vaunt [sth] vtr (boast about, show off)επιδεικνύω ρ μ
  κάνω επίδειξη περίφρ
  (καθομ: κατορθώματα)μοστράρω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κομπάζω για κτ, κοκορεύομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
 Mark drives me crazy because he is always vaunting his intelligence.
vaunt vi (brag, boast)περηφανεύομαι, υπερηφανεύομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)κομπάζω, κοκορεύομαι ρ αμ
 Mr Winters is a vain man, always vaunting.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση vaunted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «vaunted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!