vanity

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈvænəti/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈvænɪti/ ,USA pronunciation: respelling(vani tē)

Inflections of 'vanity' (n): npl: vanities
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vanity n (pride, conceit)ματαιοδοξία, έπαρση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ξιπασιά ουσ θηλ
 Her vanity won't allow her to accept your invitation.
 Η ματαιοδοξία της δεν της επιτρέπει να δεχθεί την πρόσκλησή σου.
vanity n (obsession with one's looks)ματαιοδοξία ουσ θηλ
 I think his obsession with expensive clothes is just vanity.
 Νομίζω ότι η εμμονή του με τα ακριβά ρούχα είναι απλά ματαιοδοξία.
vanity,
vanity table
n
US (dressing table) (έπιπλο)τουαλέτα ουσ θηλ
 We bought an antique vanity at a flea market.
 Αγοράσαμε μια τουαλέτα αντίκα σε ένα υπαίθριο παζάρι.
vanity,
vanity case
n
(vanity case)νεσεσέρ ουσ ουδ άκλ
 I'm going to carry my vanity and handbag onto the plane.
 Θα πάρω το νεσεσέρ και την τσάντα μου στο αεροπλάνο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
vanity case n (box for cosmetics)βαλιτσάκι για καλλυντικά περίφρ
  (μικρού μεγέθους)νεσεσέρ ουσ ουδ άκλ
vanity fair,
Vanity Fair
n
literary (vain frivolity)ματαιοδοξία ουσ θηλ
 The fashionable set's occupations seemed to me to be nothing but vanity fair.
vanity publishing n pejorative (paid by author)επιδοτούμενη έκδοση επίθ + ουσ θηλ
  έκδοση ματαιοδοξίας φρ ως ουσ θηλ
vanity tray n (flat dish for holding cosmetics)δίσκος για καλλυντικά περίφρ
vanity unit n (washstand)βάση νιπτήρα φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'vanity' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση vanity στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «vanity».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!