• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: unionized, unionize

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unionized,
also UK: unionised
adj
(workers, workplace: in a trade union)με εργατικό σωματείο, με συνδικαλιστική οργάνωση περίφρ
  οργανωμένος σε σωματείο περίφρ
  που έχει συνδικαλιστεί περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unionize,
also UK: unionise
vi
(create a labour union)ιδρύω σωματείο, ιδρύω συνδικάτο περίφρ
  (γίνομαι μέλος)οργανώνομαι σε σωματείο, οργανώνομαι σε συνδικάτο περίφρ
unionize [sth],
also UK: unionise [sth]
vtr
(workers: organize into a union)οργανώνω σε σωματείο, οργανώνω σε συνδικάτο περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unionized στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unionized».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!