• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unfledged adj (bird: young, not yet flying) (πουλί)άπλερος επίθ
  (καθομιλουμένη)που δεν πετάει ακόμα περίφρ
  νεοσσός ουσ αρσ
unfledged adj figurative (person: not yet qualified) (μεταφορικά)άπειρος, αμάθητος, άμαθος επίθ
  νεόκοπος επίθ
  (μεταφορικά)νέος, φρέσκος επίθ
  (καθομιλουμένη)πρωτάρης επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unfledged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unfledged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!