Σε αυτή τη σελίδα: unchained, unchain

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unchained adj (having had chains removed)που τον έλυσαν περίφρ
  λυτός επίθ
  απελευθερωμένος, ελευθερωμένος μτχ πρκ
unchained adj figurative (having freedom)ελεύθερος επίθ
  χωρίς περιορισμούς περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unchain [sth] vtr (set free) (τις αλυσίδες αλυσίδες)λύνω ρ μ
  λύνω τα δεσμά περίφρ
  (για συναίσθημα)ελευθερώνω ρ μ
  αφήνω ελεύθερο, αφήνω αχαλίνωτο περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unchained στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unchained».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!