Σε αυτή τη σελίδα: uncapped, uncap

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
uncapped adj (person: not wearing a hat) (επίσημο, παλαιό)ασκεπής επίθ
  (καθομιλουμένη)χωρίς καπέλο περίφρ
uncapped adj (bottle, container: without its lid)χωρίς καπάκι περίφρ
  (καθομιλουμένη)ξεκαπάκωτος επίθ
uncapped adj (pen: without its lid)χωρίς καπάκι περίφρ
uncapped adj (having no upper limit)χωρίς ανώτατο όριο περίφρ
uncapped adj UK (sports: has not played internationally)που δεν έχει συμμετάσχει σε διεθνή αθλητική οργάνωση περίφρ
  (εθνική ομάδα)που δεν είναι διεθνής περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
uncap [sth] vtr (remove the lid from [sth](καθομιλουμένη)βγάζω το καπάκι περίφρ
  ξεκαπακώνω, ξεταπώνω ρ μ
  (λόγιο)εκπωματίζω ρ μ
uncap [sth] vtr (remove upper limits on)αφαιρώ το ανώτατο όριο περίφρ
  (τιμές, φορολογία κλπ)ελευθερώνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση uncapped στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «uncapped».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!