WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| tricky adj | (process, job: difficult) | δύσκολος επίθ |
| | | πολύπλοκος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | ζόρικος επίθ |
| | Making sourdough bread is tricky at first, but easy once you get the hang of it. |
| | Το να φτιάξεις ψωμί με προζύμι είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά εύκολο μόλις πάρεις το κολάι. |
| tricky adj | (situation: difficult) | δύσκολος επίθ |
| | (κατάσταση, πράγματα) | άσχημος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | ζόρικος επίθ |
| | Things are tricky at work at the moment; profits are down and there might be some redundancies. |
| | Τα πράγματα στη δουλειά είναι ζόρικα αυτή τη στιγμή· τα κέρδη έχουν μειωθεί και μπορεί να υπάρξουν κάποιες απολύσεις. |
| tricky adj | (person: difficult) | δύσκολος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | ζόρικος επίθ |
| | The boss can be tricky, but he's OK when you get to know him. |
| | Το αφεντικό μπορεί να είναι ζόρικο, αλλά είναι εντάξει όταν τον γνωρίσεις. |
| tricky adj | (person: sly, deceitful) (άνθρωπος) | ύπουλος επίθ |
| | Watch out for Melissa; she's a tricky character! |