Σε αυτή τη σελίδα: trespassing, trespass

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trespassing n (entering a property uninvited)καταπάτηση ουσ θηλ
  παράνομη είσοδος επίθ + ουσ θηλ
 The penalty for trespassing on private land is a steep fine.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trespass vi (enter property uninvited)καταπατώ ρ μ
  (σε κάτι)μπαίνω παράνομα ρ μ + επίρ
  εισέρχομαι παράνομα ρ μ + επίρ
 Any person caught trespassing will be prosecuted.
trespass on [sth] vi + prep (property: enter uninvited)καταπατώ ρ μ
  (σε κάτι)μπαίνω παράνομα ρ αμ + επίρ
  εισέρχομαι παράνομα ρ μ + επίρ
 If you trespass on his ranch he might shoot you.
trespass n (law: uninvited entry) (πχ της εσόδου)παραβίαση ουσ θηλ
  (σε χώρο)καταπάτηση ουσ θηλ
  παράνομη είσοδος επίθ + ουσ θηλ
 Inspection of the fence revealed that there had been a trespass.
 Μετά από έλεγχο της περίφραξης, διαπιστώθηκε ότι είχε γίνει παραβίαση του χώρου.
trespass against [sb/sth] vi + prep Biblical, formal (sin, transgress)παραβιάζω ρ μ
 You have trespassed against the rules of the church.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'trespassing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση trespassing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «trespassing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!