WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
trepan n | (hole cutting tool) | εργαλείο διάτρησης με υπολειπόμενο πυρήνα φρ ως ουσ αρσ |
| | μηχάνημα διάτρησης πυρήνα φρ ως ουσ ουδ |
trepan n | (obsolete surgical instrument) | δράπανο ουσ ουδ |
| | δράπανο τρυπανισμού φρ ως ουσ ουδ |
| | οστεοτρύπανο ουσ ουδ |
trepan [sb]⇒ vtr | (do surgery with a trepan) | πραγματοποιώ κρανιοτομή περίφρ |
trepan [sth]⇒ vtr | (cut with rotating cutter) | τρυπάω, τρυπώ ρ μ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αν απαιτείται απόλυτη ακρίβεια πρέπει να αναφερθεί το χρησιμοποιούμενο εργαλείο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
trepan n | archaic (person who traps others) | αυτός που παγιδεύει περίφρ |
trepan n | archaic (trap) | παγίδα ουδ θηλ |
trepan [sb]⇒ vtr | archaic (trap, cheat) | παγιδεύω ρ μ |
| (μεταφορικά) | τη στήνω σε κπ έκφρ |