• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: traded, trade

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
traded adj (stock exchange)που βρίσκεται στο χρηματιστήριο περίφρ
 The stock exchange saw gains in 55% of the traded stocks.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trade n (commerce)εμπόριο ουσ ουδ
 International trade has been increasing over the last few years.
 Το διεθνές εμπόριο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
trade n (profession) (μεταφορικά)χώρος ουσ αρσ
 He's one of the best doctors in the trade.
 Είναι ένας από τους καλύτερους γιατρούς στον χώρο.
trade n (handicraft) (μεταφορικά)τέχνη ουσ θηλ
  χειρωνακτική δουλειά επίθ + ουσ θηλ
  χειρωνακτική εργασία επίθ + ουσ θηλ
 Not everyone wants to pursue an intellectual career and many young people with manual skills go into trade.
the trades npl (business: manual work)χειρωνακτική εργασία επίθ + ουσ θηλ
  τεχνικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 After completing an apprenticeship, he got a job in the trades.
trade [sth] vtr mainly US (swap: exchange)ανταλλάσσω, ανταλλάζω ρ μ
 Want to trade baseball cards with me?
 Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ;
trade [sth] for [sth] vtr + prep mainly US (swap: exchange [sth] for [sth] else) (κάτι με κάτι)ανταλλάσσω, ανταλλάζω ρ μ
 He traded his bar of chocolate for her biscuit.
 Αντάλλαξε τη σοκολάτα του με το μπισκότο της.
trade vi (do business)δραστηριοποιούμαι ρ αμ
  λειτουργώ ρ αμ
  είμαι στον χώρο έκφρ
 Our company has been trading for over fifty years.
 Η εταιρεία μας λειτουργεί πάνω από πενήντα χρόνια.
trade with [sb/sth] vi + prep (do business with)συναλλάσσομαι με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη: με άτομο)κάνω δουλειές με κπ περίφρ
 I trade with him from time to time.
 Κάνω δουλειές μαζί του κατά καιρούς.
trade [sth] with [sb],
trade [sth] with [sb] for [sth]
vtr + prep
informal (exchange or swop [sth] with)ανταλλάσσω κτ με κπ ρ μ + πρόθ
  κάνω ανταλλαγή με κπ περίφρ
 Jack traded the cow with a merchant for a handful of beans.
 Ο Τζακ αντάλλαξε με τον έμπορο την αγελάδα για μια χούφτα φασόλια.
trade vi (deal in the stock market) (επαγγελματίας)είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια ρ έκφρ
  (ερασιτέχνης)παίζω στο χρηματιστήριο έκφρ
 What does he do in the city? Does he trade?
 Τι κάνει στην πόλη; Είναι χρηματιστής;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trade n informal (exchange)ανταλλαγή ουσ θηλ
 I got this coat for my old skirt. It was a good trade.
 Έδωσα την παλιά μου φούστα και πήρα αυτό το παλτό. Ήταν καλή ανταλλαγή.
trade n (customers)πελάτης ουσ αρσ
 Let them have the table cheap. They are good trade.
trade n informal (people involved in a trade)του χώρου περίφρ
  (ενίοτε αρνητικό)του σιναφιού περίφρ
 We sell wholesale to them because they are trade.
trade n as adj (professional) (επαγγελματικός κλάδος)συντεχνία ουσ θηλ
  (ενίοτε αρνητικό)συνάφι ουσ ουδ
 The trade magazine was read by everybody in the industry.
 Όλοι στο επάγγελμα διάβαζαν το περιοδικό της συντεχνίας.
trade n as adj (business to business)επαγγελματικός επίθ
 This is a trade newsletter, which we send to similar businesses.
trade n as adj (edition: for general sale)εμπορικός επίθ
 A trade edition is one intended for general distribution to the public.
trades npl (trade winds)αληγείς άνεμοι φρ ως ουσ αρσ πλ
 The trades usually helped the merchant ships to sail faster.
trade in [sth] vi + prep (sell)εμπορεύομαι ρ μ
  πουλάω, πουλώ ρ μ
 This company trades in industrial machinery.
trade vtr (buy and sell)εμπορεύομαι ρ μ
  πουλάω, πουλώ ρ μ
  κάνω αγοραπωλησίες ρ μ + ουσ θηλ πλ
 This shop trades second-hand video games.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
trade | traded
ΑγγλικάΕλληνικά
trade in [sth] vtr phrasal insep (sell, deal in)εμπορεύομαι, πουλώ ρ μ
 He trades in stocks and bonds.
trade [sth] in,
trade in [sth]
vtr phrasal sep
(exchange as part-payment for [sth])ανταλλάσσω ρ μ
 I traded my old car in for a new one.
trade off [sth] vtr phrasal insep (exploit for sales)εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο περίφρ
 Counterfeiters trade off brand name reputations.
trade on [sth] vtr phrasal insep (exploit)εκμεταλλεύομαι ρ μ
  χρησιμοποιώ ρ μ
trade up vi phrasal (exchange [sth] for [sth] of higher value)κάνω αναβάθμιση ρ μ + ουσ θηλ
trade [sth] up,
trade up [sth]
vtr phrasal sep
(exchange for [sth] of higher value)αλλάζω κτ με κτ καλύτερο έκφρ
  αντικαθιστώ κτ με κτ καλύτερο έκφρ
  αναβαθμίζω ρ μ
  ανταλλάσσω κτ με κτ καλύτερο έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
traded | trade
ΑγγλικάΕλληνικά
ETF n initialism (finance: exchange-traded fund)διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο φρ ως ουσ ουδ
exchange-traded fund n (finance: investment package)διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο φρ ως ουσ ουδ
traded good n (product for sale)εμπορεύσιμο αγαθό επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'traded' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση traded στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «traded».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!