• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tightness n (clothing: snug fit)στενή εφαρμογή επίθ + ουσ θηλ
  (κυρίως για ρούχα)το ότι κάτι είναι κολλητό, το ότι κάτι είναι εφαρμοστό περίφρ
 This rock singer is famous for the tightness of his leather pants.
 Αυτός ο ροκ τραγουδιστής είναι γνωστός για το πόσο κολλητά είναι τα ρούχα του.
tightness n (tautness, absence of slack)το πόσο τεντωμένο είναι περίφρ
 Check the tightness of your rope before you start climbing.
tightness n (secure fit)στεγανότητα ουσ θηλ
 The tightness of the window seal meant that no rain could seep in.
tightness n (muscles: tenseness)πιάσιμο ουσ ουδ
 Simon took a warm bath to ease the tightness in his muscles.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tightness n (security, etc.: strictness)αυστηρότητα ουσ θηλ
 The tightness of security around this movie star's public appearances make it impossible to get his autograph.
tightness n (style: conciseness)συνέπεια ουσ θηλ
  ομοιομορφία ουσ θηλ
 The author was praised for the tightness of her prose.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tightness' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tightness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tightness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!