WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| thesis n | (unproven theory) | θεωρία ουσ θηλ |
| | | θέση, άποψη ουσ θηλ |
| | The philosopher sets out an interesting thesis in this book. |
| | Ο φιλόσοφος παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα θεωρία σε αυτό το βιβλίο. |
| thesis n | UK (doctoral dissertation) | διατριβή ουσ θηλ |
| | | διδακτορική διατριβή επίθ + ουσ θηλ |
| | The doctoral candidate took four years to write her thesis. |
| | Η υποψήφια διδάκτορ χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να γράψει τη διατριβή της. |
| thesis n | US (master's dissertation) | διπλωματική εργασία, πτυχιακή εργασία επίθ + ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | διπλωματική, πτυχιακή επίθ ως ουσ θηλ |
| | Alex has just submitted his thesis. |
| | Ο Άλεξ μόλις υπέβαλε τη διπλωματική του εργασία. |
| thesis n | (theme for essay, discussion) | θέμα ουσ ουδ |
| | The teacher wrote the thesis on the board and asked all the students to write an essay on it for the next class. |
| | Ο δάσκαλος έγραψε το θέμα στον πίνακα και ζήτησε από όλους τους μαθητές να γράψουν μια έκθεση πάνω στο θέμα για το επόμενο μάθημα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: