WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| tenant n | (renter) | ενοικιαστής, ενοικιάστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | νοικάρης, νοικάρισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (επίσημο) | μισθωτής, μισθώτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | That young couple don't own the house; they're tenants. |
| | Το σπίτι δεν ανήκει στο νεαρό ζευγάρι· είναι ενοικιαστές. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| tenant n | figurative (holder, occupant) | κάτοχος ουσ αρσ/θηλ |
| | (χώρου διαμονής) | ένοικος ουσ αρσ/θηλ |
| | The current tenant of this position is leaving at the end of the month, so we need to find a replacement. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: