• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
take the lead v expr (race: in first place)προπορεύομαι ρ αμ
  καταλαμβάνω την πρώτη θέση περίφρ
  βρίσκομαι στην πρώτη θέση περίφρ
  (μεταφορικά)παίρνω κεφάλι έκφρ
 With a burst of speed, Jack took the lead in the race.
take the lead v expr figurative (take the initiative)παίρνω την πρωτοβουλία έκφρ
  (μεταφορικά)παίρνω τα ηνία έκφρ
take the lead on [sth],
take the lead in [sth]
v expr
(take the initiative on)παίρνω την πρωτοβουλία για κτ έκφρ
  αναλαμβάνω ηγετικό ρόλο σε κτ έκφρ
  είμαι πρωτοπόρος σε κτ έκφρ
  (μεταφορικά)παίρνω τα ηνία του κτ έκφρ
 Our company is proud to be taking the lead on recyclable packaging.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση take the lead στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «take the lead».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!