WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
take the lead v expr | (race: in first place) | προπορεύομαι ρ αμ |
| | καταλαμβάνω την πρώτη θέση περίφρ |
| | βρίσκομαι στην πρώτη θέση περίφρ |
| (μεταφορικά) | παίρνω κεφάλι έκφρ |
| With a burst of speed, Jack took the lead in the race. |
take the lead v expr | figurative (take the initiative) | παίρνω την πρωτοβουλία έκφρ |
| (μεταφορικά) | παίρνω τα ηνία έκφρ |
take the lead on [sth], take the lead in [sth] v expr | (take the initiative on) | παίρνω την πρωτοβουλία για κτ έκφρ |
| | αναλαμβάνω ηγετικό ρόλο σε κτ έκφρ |
| | είμαι πρωτοπόρος σε κτ έκφρ |
| (μεταφορικά) | παίρνω τα ηνία του κτ έκφρ |
| Our company is proud to be taking the lead on recyclable packaging. |