• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: tagged, tag

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tagged adj (having a tag)με ετικέτα περίφρ
  (καθομιλουμένη: διαδίκτυο)ταγκαρισμένος επίθ
tagged adj (computing: categorized)ταξινομημένος επίθ
 Tagged blog posts are easier for users to find.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tag n (label on clothing)ετικέτα ουσ θηλ
  καρτελάκι ουσ ουδ
 Tim cut out the tag on his shirt, as it was irritating him.
 Ο Τιμ έκοψε την ετικέτα από το πουκάμισό του, επειδή τον ενοχλούσε.
tag n (price label)ετικέτα ουσ θηλ
  καρτελάκι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)τιμή ουσ θηλ
 Rebecca checked the tag to see how much the dress cost.
 Η Ρεμπέκα κοίταξε το καρτελάκι για να δει πόσο κόστιζε το φόρεμα.
tag [sth] onto [sth] vtr + prep (attach, append) (κάτι σε κάτι)επισυνάπτω ρ μ
  (κάτι σε κάτι)προσθέτω ρ μ
 James tagged the file onto the email, so his manager could see what the problem was.
 Ο Τζέιμς επισύναψε το αρχείο στο email ώστε το αφεντικό του να μπορέσει να δει ποιο ήταν το πρόβλημα.
tag [sb] as [sth/sb] vtr + conj (identify: as) (κπ κτ, κπ ως κτ)χαρακτηρίζω ρ μ
 At an early age, Karen's teachers tagged her as a troublemaker.
 Από μικρή ηλικία οι δάσκαλοι της Κάρεν την χαρακτήρισαν μπελά.
tag n (internet: label)ετικέτα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, ζαργκόν)tag ουσ ουδ άκλ
  (ψηφιακή)σήμανση ουσ θηλ
 The blog writer used the tags "football" and "beer" on the post she had just written about alcohol sales at football games.
 Η συγγραφέας του ιστολογίου χρησιμοποίησε τις ετικέτες «ποδόσφαιρο» και «μπύρα» στην ανάρτηση που μόλις είχε γράψει σχετικά με τις πωλήσεις αλκοολούχων ποτών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες.
tag [sb/sth] vtr (on internet: label) (σε κπ/κτ)βάζω ετικέτα περίφρ
  (ανεπίσημο: σε κάτι)βάζω tag περίφρ
  (ανεπίσημο: κάποιον)κάνω tag περίφρ
 The blog writer tagged the post with several keywords.
 Ο συγγραφέας του ιστολογίου έβαλε ετικέτες στην ανάρτηση με αρκετές λέξεις κλειδιά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tag,
also UK: tig
n
uncountable (chasing game)κυνηγητό ουσ ουδ
 Tag is a popular playground game.
tag n (identification label)καρτελάκι ουσ ουδ
 Peter attached a tag to the suitcase, so he'd be able to make sure he got the right one off the luggage carousel.
tag n US (license plate) (οχήματος)πινακίδα ουσ θηλ
 The car was a red Subaru, but I didn't see the tag.
tag n (graffiti: identifying symbol) (ζαργκόν: γκράφιτι)ταγκιά ουσ θηλ
  υπογραφή ουσ θηλ
 The graffiti artist finished her work by adding her tag.
tag [sb] vtr (touch in chasing game) (στο κυνηγητό)πιάνω ρ μ
 John tagged Andrew, who then tagged Paula.
tag [sb] vtr (fit with electronic tag)βάζω ηλεκτρονικό βραχιολάκι σε κπ περίφρ
 The police tagged the convicted shoplifter to ensure he kept to his bail conditions.
tag [sb] vtr US (give traffic ticket to) (μεταφορικά)γράφω ρ μ
  κόβω κλήση σε κπ έκφρ
 The parking inspector tagged Ross for parking too close to a corner.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
tag | tagged
ΑγγλικάΕλληνικά
tag along vi phrasal informal (accompany [sb])ακολουθώ ρ μ
 My younger brother always wanted to tag along.
 Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
tag | tagged
ΑγγλικάΕλληνικά
dog tag n (dog's identification tag) (κυριολεκτικά)ταυτότητα σκύλου ουσ θηλ
 According to the dog tag his name's Mephistopheles.
 Σύμφωνα με την ταυτότητα του σκύλου το όνομά του είναι Μεφιστοφελής.
dog tag n figurative (soldier's identification tag) (μεταφορικά)ταυτότητα στρατιώτη έκφρ
 Soldiers on secret operations have to remove their dog tags.
ear tag (agriculture) (σε ζώο)ετικέτα αυτιού φρ ως ουσ θηλ
electronic tag n (criminal monitoring device) (για κρατούμενους)ηλεκτρονικό βραχιόλι επίθ + ουσ ουδ
 Paul didn't get a custodial sentence for his crime, but he had to wear an electronic tag for six months, so that the police would know where he was.
high price tag n figurative (great cost, expense)υψηλή τιμή έκφρ
 His rise to fame came with a high price tag; his wife and children left him.
identification tag n (soldier's metal name tag)στρατιωτική ταυτότητα ουσ θηλ
image tag n (code for placing image on a web page)ετικέτα εικόνας περίφρ
key tag n (fob on a keyring)καρτελάκι για κλειδιά περίφρ
laser tag n (shooting simulation game) (παιχνίδι με λέιζερ)laser tag ουσ ουδ άκλ
 For Rick's birthday, he and five friends went to the leisure park to play laser tag.
name tag n (cloth label for name)καρτελίτσα ουσ θηλ
  καρτελάκι ουσ ουδ
Σχόλιο: υποκοριστικά της καρτέλας
 They had to sew name tags into all their clothes.
name tag n (metal or leather label for name)καρτελίτσα ουσ θηλ
  καρτελάκι ουσ ουδ
Σχόλιο: υποκοριστικά της καρτέλας
 The staff all wore name tags.
phone tag (unsuccessful contact attempts)το να μην πετυχαίνεις κάποιον στο τηλέφωνο περίφρ
play tag v expr (children: chase one another)παίζω κυνηγητό περίφρ
 Ben fell and grazed his knee while he and his friends were playing tag.
price tag n (label showing an item's cost)τιμή ουσ θηλ
  (κατά λέξη)το καρτελάκι με την τιμή περίφρ
 I cut the price tag off before I gift-wrapped the sweater.
price tag n figurative (cost, value)κόστος ουσ αρσ
  τιμή ουσ θηλ
 Health care reform will come with a hefty price tag.
question tag n (interrogative ending to a sentence)ερώτηση ηχώ φρ ως ουσ θηλ
  (παιδικό, ανεπίσημο)ουρίτσα ουσ θηλ
Σχόλιο: Συνήθως χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος. Η λέξη «ουρίτσα» χρησιμοποιείται για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
 In English, a question tag consists of an auxiliary verb and a pronoun.
skin tag n (benign lesion) (επίσημο)θήλωμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κρεατοελιά ουσ θηλ
tag cloud n (internet: visual representation of common words)σύννεφο ετικετών φρ ως ουσ ουδ
tag line,
tagline
n
(punchline, slogan)ατάκα ουσ θηλ
 “Where's the beef?” was a famous tagline of the 1980s.
tag [sth] on,
tag on [sth]
vtr + adv
(attach, append to [sth])προσαρτώ, επισυνάπτω ρ μ
  κολλάω ρ μ
  προσθέτω ρ μ
tag question n (sentence with interrogative ending)ερώτηση ηχώ φρ ως ουσ θηλ
  (παιδικό, ανεπίσημο)ουρίτσα ουσ θηλ
Σχόλιο: Συνήθως χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος. Η λέξη «ουρίτσα» χρησιμοποιείται για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
tag team (wrestling)αγώνισμα πυγμαχίας όπου συμμετέχουν ομάδες πυγμάχων που αγωνίζονται μεταξύ τους
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
telephone tag n (repeated attempts to phone one another)ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων
  εγώ παίρνω εσένα κι εσύ εμένα έκφρ
toe tag n (on dead body)ετικέτα κρεμασμένη στο δάχτυλο νεκρού σε νεκροτομείο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tagged' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tagged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tagged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!