• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
strong-arm [sb] vtr (show aggression)με τη βία περίφρ
  αναγκάζω κπ να κάνει κτ περίφρ
  χρησιμοποιώ βία εναντίον κπ περίφρ
strong-arm adj (forceful)καταναγκαστικός επίθ
  με τη βία, διά της βίας φρ ως επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
strong-arm tactics npl figurative (threats, violence)τακτική εκφοβισμού, πρακτική εκφοβισμού επίθ + ουσ θηλ
  (συνήθως καθομιλουμένη)τραμπουκισμός ουσ αρσ
 He used strong-arm tactics to undermine his rival's confidence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση strong-arm στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «strong-arm».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!