• WordReference

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
strap-on adj (attachable by a strap)δετός επίθ
  ζωνάτος επίθ
strap-on n (sex toy: dildo attached by a strap)στραπόν ουσ ουδ άκλ
  ζωνάτο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
strap [sth] on,
strap on [sth]
vtr + adv
(attach using a strap)δένω ρ μ
  (κατά λέξη)δένω κτ με ιμάντες περίφρ
 The driver strapped my suitcase on before we set off.
 Let's strap on our packs and hike the trail.
 Ο οδηγός έδεσε τη βαλίτσα μου πριν ξεκινήσουμε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση strap-on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «strap-on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!