WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
stern adj | (severe, serious) | αυστηρός, σκληρός επίθ |
| | βλοσυρός επίθ |
| Alice's father was a stern man who expected his children to obey him at all times. |
| Ο πατέρας της Άλις ήταν ένας βλοσυρός άνδρας που ήθελε τα παιδιά του να τον υπακούν συνέχεια. |
stern adj | (expressing annoyance) | άγριος, βλοσυρός επίθ |
| | αγριεμένος μτχ πρκ |
| | αυστηρός επίθ |
| The teacher gave the misbehaving student a stern look. |
| Ο δάσκαλος έριξε στον άτακτο μαθητή ένα αυστηρό βλέμμα. |
stern adj | (appearance: austere, forbidding) | αυστηρός, σκληρός επίθ |
| | βλοσυρός επίθ |
| Harriet was a tall woman, with a stern face; people often felt a little nervous when they met her, but she was actually very kind. |
| Η Χάριετ ήταν μια ψηλή γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο. Ο κόσμος συχνά ένιωθε άγχος όταν τη γνώριζε, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ καλή. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
stern n | (rear of boat) | πρύμνη ουσ θηλ |
| The sailor made his way to the stern. |