stalker

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstɔːkər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stalker n (person who follows or harasses [sb])ενοχλητικός θαυμαστής φρ ως ουσ αρσ
  αθέατος διώκτης φρ ως ουσ αρσ
  (αργκό (εσφαλμένα), ανεπίσημο)στόλκερ ουσ αρσ άκλ
  (αργκό, ανεπίσημο)στάλκερ ουσ αρσ άκλ
 The actress identified her stalker and sued him.
 Η ηθοποιός αναγνώρισε τον ενοχλητικό θαυμαστή της και τον μήνυσε.
stalker n (leader of a deer hunt)αθέατος κυνηγός θηραμάτων φρ ως ουσ αρσ
 Professional stalkers flushed the birds from the wood.
 Οι επαγγελματίες αθέατοι κυνηγοί θηραμάτων πήραν τα πουλιά από το δάσος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: [an anonymous, a violent, an obsessed, a sick, a twisted, an alleged] stalker, has a stalker, get rid of a stalker, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stalker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stalker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!