WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
stalker n | (person who follows or harasses [sb]) | ενοχλητικός θαυμαστής φρ ως ουσ αρσ |
| | αθέατος διώκτης φρ ως ουσ αρσ |
| (αργκό (εσφαλμένα), ανεπίσημο) | στόλκερ ουσ αρσ άκλ |
| (αργκό, ανεπίσημο) | στάλκερ ουσ αρσ άκλ |
| The actress identified her stalker and sued him. |
| Η ηθοποιός αναγνώρισε τον ενοχλητικό θαυμαστή της και τον μήνυσε. |
stalker n | (leader of a deer hunt) | αθέατος κυνηγός θηραμάτων φρ ως ουσ αρσ |
| Professional stalkers flushed the birds from the wood. |
| Οι επαγγελματίες αθέατοι κυνηγοί θηραμάτων πήραν τα πουλιά από το δάσος. |