WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| splash out vi phrasal | figurative, slang (spend extravagant sum of money) (καθομιλουμένη) | ξοδεύομαι ρ αμ |
| | | κάνω μια σπατάλη έκφρ |
| | We splashed out last night and went to a fancy restaurant. |
| | Ξοδευτήκαμε χθες το βράδυ και πήγαμε σε ένα καλό εστιατόριο. |
| splash out on [sth] vi phrasal + prep | figurative, slang (spend extravagant sum of money on) (καθομιλουμένη) | δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ έκφρ |
| | (καθομιλουμένη) | ξοδεύομαι για κτ περίφρ |
| | (αργκό, μεταφορικά, αποδοκιμασίας) | τρώω τα λεφτά μου σε κτ έκφρ |
| | We've just splashed out on a luxury holiday. |
| | Μόλις δώσαμε ένα κάρο λεφτά για πολυτελείς διακοπές. |