sleepy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsliːpi/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈslipi/ ,USA pronunciation: respelling(slēpē)

Inflections of 'sleepy' (adj):
sleepier
adj comparative
sleepiest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sleepy adj informal (tired)νυσταγμένος μτχ πρκ
  που νυστάζει περίφρ
  (μεταφορικά, ανεπίσημο)που κοιμάται όρθιος έκφρ
 The baby was sleepy, so Harry put him down for a nap.
 Το μωρό νύσταζε και έτσι ο Χάρρυ το έβαλε για να πάρει έναν υπνάκο.
sleepy adj figurative (quiet, unexciting)ήρεμος, ήσυχος επίθ
  (αρνητική σημασία)αδιάφορος, ανιαρός, βαρετός επίθ
  (για άτομο: προσβλητικό)κοιμισμένος μτχ πρκ
 It was a sleepy little town, where nothing ever happened.
 Ήταν μια ήρεμη μικρή πόλη όπου δεν συνέβαινε ποτέ τίποτε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sleepy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a sleepy [child, boy, girl, toddler, baby, dog, cat], am feeling [pretty, very, really] sleepy, am starting to get sleepy, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sleepy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sleepy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!