WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
shanghai [sb]⇒ vtr | slang (kidnap to work as a sailor) | απαγάγω κάποιον με σκοπό να δουλέψει ως ναύτης |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
shanghai [sb] into [sth] vtr + prep | slang, figurative (force) | αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω ρ μ |
| | επιβάλλω ρ μ |
| (αργκό) | χώνω, μπιφτεκώνω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | αγγαρεύω, κάνω, βάζω ρ μ |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Τάκης περνάει χάλια στο στρατό! Συνεχώς τον μπιφτεκώνουν (or: χώνουν) να κάνει δουλειές άλλων. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τον ανάγκασαν (or: εξανάγκασαν) να πει ψέματα ενώ εκείνος δεν ήθελε. |
shanghai [sb] into doing [sth] v expr | slang, figurative (force to do [sth]) | αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω ρ μ |
| | επιβάλλω ρ μ |
| (αργκό) | χώνω, μπιφτεκώνω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | αγγαρεύω, κάνω, βάζω ρ μ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
Shanghai n | (city in China) | Σαγκάη, Σαγγάη ουσ θηλ κύρ |