sermon

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɜːrmən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsɝmən/ ,USA pronunciation: respelling(sûrmən)

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sermon n (religious speech)κήρυγμα ουσ ουδ
 The sermon on Sunday was about forgiving those who have wronged you.
 Το κήρυγμα της Κυριακής ήταν για τη συγχώρεση εκείνων που σε έβλαψαν.
sermon n figurative (moralizing speech) (μεταφορικά)κήρυγμα ουσ ουδ
  νουθεσία ουσ θηλ
 Okay I was five minutes late - I don't need to hear a sermon about it.
 Εντάξει, άργησα πέντε λεπτά. Δε χρειάζεται να ακούσω κήρυγμα γι' αυτό.
 Εντάξει, άργησα πέντε λεπτά. Δε χρειάζεται να ακούσω νουθεσίες γι' αυτό.
sermon n figurative (long boring speech) (μεταφορικά)κήρυγμα ουσ ουδ
 His lectures have a tendency to turn into interminable sermons.
 Οι διαλέξεις του τείνουν να γίνονται ατελείωτα κηρύγματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Sermon on the Mount n (open-air speech given by Jesus) (θρησκεία)η επί του Όρους Ομιλία έκφρ
 You'll find the Beatitudes in Matthew's account of the Sermon on the Mount.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sermon' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sermon στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sermon».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!