WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
sentenced adj | (law: judged) | καταδικασμένος μτχ πρκ |
| The sentenced men had admitted stealing the car. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
sentence n | (grammatical unit) (γραμματική) | πρόταση ουσ θηλ |
| (συντακτικό) | περίοδος ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) | φράση ουσ θηλ |
| The second sentence has a spelling error that needs correction. |
| Η δεύτερη πρόταση έχει ένα ορθογραφικό λάθος που χρειάζεται διόρθωση. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η εξαρτημένη περίοδος χωρίζεται από την κύρια με κόμμα. |
sentence n | (law: judgment) | απόφαση ουσ θηλ |
| The judge will decide on the sentence after reading the medical reports. |
sentence n | (law: punishment) | ποινή ουσ θηλ |
| The prisoner faced a longer sentence if he did not confess. |
sentence [sb]⇒ vtr | (pronounce sentence) | καταδικάζω ρ μ |
| | επιβάλλω ποινή σε κπ ρ μ + ουσ θηλ |
| The judge sentenced the convicted to thirty years in prison. |
| Ο δικαστής τον καταδίκασε σε 30 χρόνια φυλάκισης. |
| Ο δικαστής επέβαλε στον κατάδικο ποινή τριακονταετούς φυλάκισης. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: