WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sandbag n | (sack containing sand) | σακί με άμμο φρ ως ουσ ουδ |
| | The villagers stacked sandbags to prepare for the flood. |
| sandbag [sth]⇒ vtr | (protect with sandbags) | βάζω σακιά με άμμο σε κτ έκφρ |
| | | προστατεύω κτ με σακιά με άμμο έκφρ |
| | | τοποθετώ σακιά με άμμο για την προστασία του/της έκφρ |
| | With heavy rain forecast, residents have sandbagged their doorways. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| sandbag⇒ vi | (deliberately underperform in race) | κάνω οικονομία δυνάμεων έκφρ |
| | | δεν βάζω τα δυνατά μου, δεν τα δίνω όλα έκφρ |
| | | κρατάω δυνάμεις ρ μ + ουσ θηλ πλ |
| Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος εννοεί ότι αυτό γίνεται εσκεμμένα, οπότε εάν απαιτείται απόλυτη ακρίβεια πρέπει να διευκρινιστεί στην απόδοση. |
| | The driver's incredibly fast final lap made it clear that he had been sandbagging earlier in the race. |
| sandbag [sb]⇒ vtr | figurative, informal (coerce, intimidate) | εξαναγκάζω ρ μ |