saline

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈseɪlaɪn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈseɪlin, -laɪn/ ,USA pronunciation: respelling(sālēn, -līn)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
saline n (salt solution)αλατόνερο, αλατούχο διάλυμα ουσ ουδ
 Contact lenses should be stored in saline at night.
saline adj (salty, containing salt)αλατούχος, αλατώδης, αλμυρός επίθ
 Mary's cheeks were salty from her saline tears.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
physiological saline n (sterile salt solution)φυσιολογικός όρος επίθ + ουσ αρσ
saline spray n (aerosol for clearing sinuses) (αποσυμφόρηση μύτης)σπρέι αλατούχου διαλύματος φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'saline' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση saline στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «saline».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!