saddle

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsædəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsædəl/ ,USA pronunciation: respelling(sadl)

Inflections of 'saddle' (v): (⇒ conjugate)
saddles
v 3rd person singular
saddling
v pres p
saddled
v past
saddled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
saddle n (seat on a horse)σέλα ουσ θηλ
  (συνήθως για γαϊδούρι)σαμάρι ουσ ουδ
 Nina put her foot in the stirrup and swung into the saddle.
 Η Νίνα έβαλε το πόδι της στον αναβολέα και ανέβηκε στη σέλα.
saddle n (seat on a bike)σέλα ουσ θηλ
 If you do a lot of cycling, it's important to have a comfortable saddle.
 Εάν κάνεις ποδήλατο πολλές ώρες, είναι σημαντικό να έχεις άνετη σέλα.
saddle [sth] vtr (put saddle on: horse)σελώνω ρ μ
  (συνήθως για γαϊδούρι)σαμαρώνω ρ μ
 Adrian saddled his horse.
 Ο Έιντριαν σέλωσε το άλογό του.
saddle [sb] with [sth],
saddle [sb] with [sb]
vtr + prep
figurative, informal, often passive (burden) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  (εγώ ο ίδιος)έχω φορτωθεί κπ/κτ περίφρ
  μου έχουν φορτώσει κπ/κτ περίφρ
 I've been saddled with my little sister all weekend.
 Μου έχουν φορτώσει τη μικρή μου αδερφή για όλο το σαββατοκύριακο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
saddle n (cut of meat) (κομμένο κρέας ζώου: ράχη και δυο πλευρά)σέλα ουσ θηλ
 Agnes bought a saddle of mutton from the butcher.
 Η Αγνή αγόρασε από τον κρεοπώλη σέλα πρόβειου κρέατος.
saddle n (part of guitar)καβαλάρης ουσ αρσ
 Turn the screw clockwise to raise the saddle of your guitar.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
saddle up [sth],
saddle [sth] up
vtr phrasal sep
(horse: put a saddle on)σελώνω ρ μ
 She saddled up her horse and rode away.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
back in the saddle adv figurative, informal (at work again)πίσω στη δουλειά περίφρ
  πίσω στη ενεργό δράση περίφρ
  έχω επιστρέψει στη δουλειά περίφρ
  έχω επιστρέψει στην ενεργό δράση περίφρ
 It felt good to be back in the saddle after three months of sick leave.
in the saddle adv (riding a horse)όταν ιππεύω, καθώς ιππεύω, όταν κάθομαι στη σέλα περίφρ
 Stirrups give riders greater control and stability in the saddle.
in the saddle adv figurative, informal (in charge, in control) (μεταφορικά)που κρατάει τα ηνία περίφρ
  (μεταφορικά)στο τιμόνι, στο πηδάλιο φρ ως επίρ
 The company have announced that there will soon be a new man in the saddle.
 Η εταιρία ανακοίνωσε ότι σύντομα θα αναλάβει κάποιος άλλος τα ηνία.
in the saddle adv figurative, informal (at work) (στο χώρο δουλειάς μου)στη δουλειά περίφρ
  (απασχολημένος)δουλεύω ρ αμ
 Bill is in the saddle, preparing his progress report.
 Ο Μπιλ είναι στη δουλειά και ετοιμάζει την αναφορά προόδου.
 Ο Μπιλ δουλεύει και ετοιμάζει την αναφορά προόδου.
saddle blanket n (covering for a horse worn under saddle)κουβέρτα ουσ θηλ
  (κατά λέξη)κουβέρτα κάτω από σέλα αλόγου περίφρ
 The cowboy threw a saddle blanket on his horse, then a saddle.
saddle maker n ([sb] who makes seats for horseriding) (σέλες)κατασκευαστής σελών περίφρ
  σελάς, σελοποιός ουσ αρσ
  (σαμάρια)κατασκευαστής σαμαριών περίφρ
  σαμαράς, σαγματοποιός ουσ αρσ
 Most horseriders know the importance of a good saddle maker.
saddle point (mathematics) (μαθηματικά)σαγματικό σημείο επίθ + ουσ ουδ
saddle roof n (curved covering for a building) (αρχιτεκτονική: τύπος οροφής)δίκλινη στέγη με κοίλωμα περίφρ
saddle shoes npl US (style of black-and-white footwear) (γυναικεία μόδα)σκαρπίνι τύπου Oxford περίφρ
 When I was a girl in the 1950s I wore saddle shoes and bobby sox to school every day.
saddle sore n (pressure sore on rider)σύγκαμα ουσ ουδ
  σύγκαμα από τη σέλα φρ ως ουσ ουδ
saddle sore n (pressure sore on horse) (άλογο)πληγή από τη σέλα φρ ως ουσ θηλ
saddle-backed adj (curved)καμπυλωτός, κυρτός επίθ
saddle-sore adj (person: sore after riding)που έχει συγκαεί από τη σέλα περίφρ
saddle-sore adj (horse: sore from saddle) (άλογο)που το χει χτυπήσει η σέλα περίφρ
  που του έχει δημιουργήσει πληγή η σέλα περίφρ
sidesaddle,
side saddle,
side-saddle
adv
(horseriding: legs to one side)με τα πόδια από τη μία πλευρά περίφρ
  πλάγια επίρ
  γυναικεία επίρ
 With their long skirts, ladies found it easier to ride sidesaddle.
sidesaddle,
side saddle,
side-saddle
n
(horseriding seat: legs to one side)σέλα πλάγιας ίππευσης περίφρ
  γυναικεία σέλα περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'saddle' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [horse, mule, donkey] saddle, [put, place] the saddle on the [horse], a [bike, moped, scooter, motorcycle] saddle, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση saddle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «saddle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!